- συνυπογράφω
- σύν-ὑπογράφωwrite underpres subj act 1st sgσύν-ὑπογράφωwrite underpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνυπογράφω — ΝΜΑ 1. υπογράφω κάτι από κοινού με άλλον ή με άλλους 2. (στη μσν. και στην αρχ. μόνον το παθ. συνυπογράφομαι) συναινώ, συγκατατίθεμαι … Dictionary of Greek
προσυπογράφω — ΝΑ [ὑπογράφω] νεοελλ. 1. υπογράφω μαζί με άλλους, συνυπογράφω («το έγγραφο προσυπέγραψαν και τα μέλη τού συμβουλίου που ήταν απόντα στην προηγούμενη συνεδρίαση») 2. μτφ. εγκρίνω, αποδέχομαι απολύτως κάτι αρχ. 1. σχεδιάζω κάτι ακόμη 2. επισυνάπτω… … Dictionary of Greek
συνυπογραφή — η, Ν από κοινού υπογραφή ενός εγγράφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνυπογράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Ν. Δραγούμη] … Dictionary of Greek